- γαμοκλόπος
- γαμοκλόποςadulterousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαμοκλόπος — γαμοκλόπος, ο (AM) 1. ο μοιχός 2. αυτός που ταιριάζει σε μοιχό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάμος + κλοπος < κλέπτω] … Dictionary of Greek
γαμοκλόπον — γαμοκλόπος adulterous masc/fem acc sg γαμοκλόπος adulterous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
γαμοκλοπία — γαμοκλοπία, η (Α) [γαμοκλόπος] η μοιχεία … Dictionary of Greek
γαμοκλοπώ — γαμοκλοπῶ ( έω) (Α) [γαμοκλόπος] μοιχεύω … Dictionary of Greek